γυροβολιά

γυροβολιά
η
1) обход, окольный путь, крюк;

πδμε γυροβολιά το βουνί — давайте обойдём гору;

2) круг;

στίς τρείς γυροβολιές ερχόμουν πρώτος — три круга я шёл первым;

φέρνω μιά γυροβολιά — сделать один круг;

3) круг, тур (в танце);
4) поворот, оборот (в танце, игре); 5) спорт, трюк, обманное движение (в борьбе); 6) см. γυροβόλι 1, 4;

§ τον φέρνω γυροβολι — схватить и бросить на землю, сбивать с ног;

τον ( — или τα) φέρνω γυροβολιά — обхаживать кого-л.


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γυροβολιά" в других словарях:

  • γυροβολιά — η [γυροβολώ] 1. πορεία με περιστροφές 2. τρέξιμο σε κυκλικό στίβο 3. περιστροφική κίνηση τού χορευτή ενώ στηρίζεται όρθιος στο άκρο τού ενός ποδιού 4. κύκλος που συντελείται από την αλυσίδα τών χορευτών 5. τιναγμός τού αντιπάλου στην πάλη, ώστε… …   Dictionary of Greek

  • γυροβολιά — η 1. περιστροφή, γύρος. 2. περιστροφή στο χορό: Ήρθα στο κέφι και σηκώθηκα να κάνω μια γυροβολιά. 3. (στην πάλη), περιστροφικό τίναγμα του αντιπάλου: Τον έριξε στο χώμα με δυο γυροβολιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»